- ἀκροπόρος
- ἀκρο-πόρος (πείρω): with piercing point, acc. pl., Od. 3.463†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ακροπόρος — (I) ἀκροπόρος, ον (Α) 1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή 2. (προπαροξ.) ακρόπορος αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόρος < πείρω]. (II) ἀκροπόρος, ον (Α) εκείνος που ανεβαίνει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἀκροπόροι — ἀκροπόρος boring through masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπόροισιν — ἀκροπόρος boring through masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπόρους — ἀκροπόρος boring through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπόρων — ἀκροπόρος boring through masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπόρῳ — ἀκροπόρος boring through masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροπορία — ἀκροπορία, η (Α) [ἀκροπόρος (ΙΙ)] το να πετάει κανείς στα ύψη … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek